ἑβδομάδ'

ἑβδομάδ'
ἑβδομάδα , ἑβδομάς
the number seven
fem acc sg
ἑβδομάδι , ἑβδομάς
the number seven
fem dat sg
ἑβδομάδε , ἑβδομάς
the number seven
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”